Ήταν περίπου 12 η ώρα όταν ξεκίνησε να βρέχει. Με τις πρώτες ψιχάλες μάζεψα ρούχα, έκλεισα παράθυρα και γενικά τακτοποίησα ότι δεν έπρεπε να βραχεί. Πολύ γρήγορα η βροχή εντάθηκε, φυσούσε πολύς άνεμος και έριχνε χαλάζι. Η αυλή όμως ξεκίνησε να γεμίζει νερό σε πρωτοφανές βαθμό. Το νερό έτρεχε σαν ποταμός και έπρεπε να ανοίξω μια δίοδο, την οποία είχαμε κλειστή εδώ και κάτι χρόνια. Εξαιτίας της ανοβρίας εγκλωβίζαμε το ελάχιστο νερό των προηγούμενων βροχών για να ξεδιψάσει το χώμα. Όμως ήταν τόσο πολύ το νερό την Τρίτη που έφτασε το γόνατο μου και για να ανοίξω την δίοδο μόνο μάσκα και βατραχοπέδιλα δεν εχρειάστηκα. Όμως τι να σου κάμει μια τρυπούα όταν το νερό πλέον εξεχείλιζε από το τοιχούι, παρασύροντας μπουκάλες, ξύλα και ότι άλλο έβρισκε μπροστά του. Αγχώθηκα μόνο όταν το νερό έφτασε το μισό ύψος των τροχών του αυτοκινήτου μου και σιγά σιγά έμπαινε στο γκαράζ. Με πολύ κόπο και βοήθεια δεν επροχώρησε περισσότερο...
Στις 2:10 εμπήκα σπίτι.
Μετά ακολούθησε tour. Οι κυπραίοι εν όπως τους καραόλους, φκένουν στον γυρό μετά την βροχή για να ελέγξουν την κατάσταση.
Αφήνω τις εικόνες να πουν τις χίλιες και άλλες λέξεις :p
Στο "Κέντρο Χειροτεχνίας".