Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Καπνός κι αιθάλη

Στενάχωρη Ιδέα

- Θλίψη και μαρασμός.
  - Και το μακάβριο άκουσμα ενός θρήνου.
    - Για ποιόν κλαίγαν;
- Κλάιγαν για τη ζωή.
     Για τα όνειρα τους τ'αδειανα.
     Τα κούφια.
    - Μα κούφια; Πώς; Ήταν ακόμα νέοι.
  - Νέοι.
    Μα όχι γι' ανοίγματα.
     Για να κουβαλήσουν την κληρονομιά τους την καταραμμένη.



Γύφτισσα ψυχή,
Με μπιλιάρδο τον κάμπο
Και μπάλες τα άστρα και το φεγγάρι.
Χορεύεις στον αφρό του κύματος απάνω,
Καβάλας τον άνεμο,
Δαμάζεις τον ήλιο.
Κι όμως μέρα με την μέρα
Μαυρίζεις και φθείρεσαι μες την καθημερινότητα .
Κυνηγώντας το αδύνατο
Μη βλέποντας το υπαρκτό.
Γεννημένη για μεγάλα
Θυσία για μικρά.


Στιγμή - Ν.Ιωαννίδη

Το φως του ήλιου απαιτεί οκτώ
λεπτά για να φτάσει στην γη
Έτσι όταν κοιτάς το ηλιοβασίλεμα
Οκτώ λεπτά πριν την δύση
ο ήλιος έχει ήδη δύσει


Ζούμε στο παρελθόν
Προσπαθώντας για το παρόν
Και ελπίζοντας για το μέλλον.
Κι όμως
Δίχως να το καταλάβουμε
το παρόν έχει περάσει
το μέλλον έχει φτάσει
και το παρελθόν έγινε ιστορία.
Αργοναύτες του παρελθόντος
Ταξιδιώτες στο παρόν
Κοσμοναύτες του μέλλοντος
-Όλα ένα κυνήγι χίμαιρας-
Ο χρόνος σταμάτησε,
Έσβησε, χάθηκε...



"Χρειαζόμαστε επιγόντως ένα έρεβος.
...Έτσι για να προσπαθήσουμε να δούμε"


ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ - Λάμπρος Πορφύρας

Πήραν στρατί στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες
απο τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλάρηδες απάνω στ’άτι!

Και γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσα απο διό χλωμές λαμπάδες,
περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν - ποιός το ξέρει; - κάτι...

Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δεν σκότωσε τον δράκο ή τον αράπη
και να της φέρει το αθάνατο νερό.

Η μάνα μου είχε γονατίσει κάτου
μ'απάνω μια φορά κι έναν καιρό...
ο Αρχάγγελος κτυπούσε τα φτερά του



Δεν καταλάβαμε ποτέ πως σκέπτονται τα περιστέρια.
Δυο σπιθαμές πάνω απ'το κεφάλι μας
παίζεται αυτό που χάσαμε ήδη.


- Ναζίμ Χικμέτ

Οι νικητές σκουπίσανε τα ματωμένα τους σπαθιά
στ’άσπρα δίχως ραφές πουκάμισα των νικημένων
κι η γή που όλοι μαζί την είχαν τραγουδήσει
κι η γή που την οργώσανε τ’αδερφικά τους χέρια
ποδοπατήθηκε απ τα πέταλα των αλόγων
που φτάσαν το πρωί μπρός στο παλάτι της Αδριανούπολης.

Νικήθηκαν



...πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.


ΜΑΡΙΑ - Τάκη Σινόπυλου

'Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος. 
Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία. 
'Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα, παράφορη
γυρίζοντας με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ' όλα τα κέντρα,
σ' όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας. 
Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα. 
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς. 
Πού νά'ναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ. 
Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. 
Και ξάφνου μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε 
κι όρμησε πάνω του. Μα εκείνος ήταν βουβός, πολύ βουβός, 
ένας χαμένος ίσκιος. Και την έσυρε. 
Και πέθαναν. Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, 
τους τσάκισε τα κόκκαλα και τα νεφρά. 
Πολύν καιρό κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.



'Hλιο τον ήλιο γκρέμισα, θόλο το θόλο χάλασα, 
κι είμαι σαν μιαν απέραντη, πλατιά γαλάζια θάλασσα, 
που οι στενοί πάνω μου ουρανοί δε μου σκεπάζουν το νερό


ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ - Καββαδίας

...Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
"Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!"
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει...



Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας 
σα μια σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων· 
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ' αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.


Κατά φαντασίαν δραπέτης

Μικρός που είν' ο κόσμος...
Κι αν το παλεύαμε;
Νομίζεις θα μπορούσα να ξεφύγω;
Μπα, μόνο ξανά θα το διαπίστωνα όπως τώρα.



"...Πρέπει να τήνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σα να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι γιατί το θάνατο δέ θα τόνε πιστεύεις
Όσο κι αν τον φοβάσε
Μα έτσι γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στην πλάστιγγα."


Εκείνη τη στιγμή

"...Θα δείς τότε,
πως στη ζωή σου τα έζησες όλα μόνο μια φορά.
Και μακάρι να τα ξαναζούσες.
Αλλά η επανάληψη δεν υπήρξε ποτέ.
Και η ρουτίνα ήταν μόνο μέσα στο μυαλό σου."



"Οι λέξεις φταίνε.
Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά σιγά ν’αρχίσουν να συμβαίνουν.
Προτίτερα ο θάνατος τί ήταν;
Μια στάση πολύωρης μαυρίλας πάνω στις ράγες του φωτός. "


στίχοι Μ.Χατζιδάκις

"...Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή,
μιάν άλλη που δεν θα υπάρχω, μην φοβηθείς.
Και θα με βρείς, είτε στο βλέμμα ενός παιδιού,
είτε στη φλόγα ενός κεριού, διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος..."



Εκείνο που ζήτησα από τη ζωή
μου το 'δωσε 
ίσως και δίχως να το θέλει, 
εκείνο που της ζήτησα 
το πήρα σαν ψωμί μέσα απ' τα δόντια της, 
γι' αυτό σαν βλέπω λίγο εσύ να μου μακραίνεις, 
λίγο πως πας να κουραστείς, 
πως μένεις πίσω από τα βήματά μου, ε
ίμαι έτοιμος να βγάλω μια φωνή: 
βοήθεια!


ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ - Κ. Αθανασούλης

Το δάκρυ, όλοι το ξέρουν, είναι μια φωτιά 
κι ο στεναγμός μια φωνή της πληγής μας. 
Καλημέρα λοιπόν σε σας που δεν κλαίτε 
κι έχετε τα μάτια ξεκούραστα. 
'Oσο για μένα, ξέρω τώρα πια τι είναι αυτός ο κόσμος



Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον 'Ερωτα, έρωτας.
Κι όταν σε πήρε το φιλί 
Γυναίκα