Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Οἱ μοιραῖοι

Μς στν πόγεια τν ταβέρνα,
μ
ς σ καπνος κα σ βρισιές,
(
πάνου στρίγγλιζε λατέρνα)
λη παρέα πίναμε ψές,
ψές, σν λα τ βραδάκια,
ν
πνε κάτου τ φαρμάκια.

Σφιγγόταν νας πλάι στν λλο
κα
κάπου φτυοσε καταγς,
! πόσο βάσανο μεγάλο
τ
βάσανο εναι τς ζως!
σο κι νος ν τυραννιέται
σπρην μέρα δ θυμιέται!

(λιε κα θάλασσα γαλάζα
κα
βάθος το σωτου ορανο,
! τς αγς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα το
δειλινο,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρ
ς ν μπετε στν καρδιά μας!)

Το νο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος -
διο στοιχει
το
λλου κοντόμερη γυνακα
στ
σπίτι λιώνει π χτικιό,
στ
Παλαμήδι γυις το Μάζη
κ
᾿ κόρη το γιαβ στ Γκάζι.

-Φταίει τ ζαβ τ ριζικό μας!
-Φταίει
θες πο μς μισε!
-Φταίει τ
κεφάλι τ κακό μας!
-Φταίει πρώτ
᾿ π᾿ λα τ κρασί!
«Ποι
ς φταίει; Ποις φταίει;... κανένα στόμα
δ
ν τβρε κα δν τπε κόμα.

τσι, στν σκοτειν ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σ
ν τ σκουλήκια κάθε φτέρνα
που μς ερει, μς πατε:
δειλοί, μοιρα
οι κι βουλοι ντάμα!
προσμένουμε,
σως, κάποιο θάμα!